- παρακτιδιος
- παρακτίδιος2Anth. = παράκτιος См. παρακτιος
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
παρακτίδιος — ον, Α [παράκτιος] ο παράκτιος («παρακτίδιον κῡμα», Ανθ. Παλ.) … Dictionary of Greek
παρακτίδιον — παράκτιος on the sea side masc/fem acc sg παράκτιος on the sea side neut nom/voc/acc sg παρακτίδιος masc/fem acc sg παρακτίδιος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)